τύπος

τύπος
τύπος, ου, ὁ (Aeschyl., Hdt.+; ins in var. senses: New Docs 4, 41f; loanw. in rabb.).
a mark made as the result of a blow or pressure, mark, trace (Posidon.: 169 Fgm. 1 Jac.; Anth. Pal. 6, 57, 5 ὀδόντων; Athen. 13, 49, 585c τῶν πληγῶν; Diog. L. 7, 45; 50 of a seal-ring; ViJer 13 [p. 73, 10 Sch.]; Philo, Mos. 1, 119; Jos., Bell. 3, 420; PGM 4, 1429; 5, 307.—ὁ ἐκ τῆς αἰσθήσεως τ. ἐν διανοίᾳ γινόμενος Did., Gen. 217, 19) τῶν ἥλων J 20:25ab (v.l. τὸν τόπον).—This may be the place for οἱ τύποι τῶν λίθων Hs 9, 10, 1f (taking a stone out of the ground leaves a hole that bears the contours of the stone, but in effect the stone has made the impression; s. KLake, Apost. Fathers II, 1917; MDibelius, Hdb. But s. 4 below).
embodiment of characteristics or function of a model, copy, image (cp. Artem. 2, 85 the children are τύπ. of their parents.—Cp. ὁ γὰρ ἥλιος ἐν τύπῳ θεοῦ ἐστιν Theoph. Ant. 2, 15 [p. 138, 8]) the master is a τύπος θεοῦ image of God to the slave B 19:7; D 4:11. The supervisor/bishop is τύπος τοῦ πατρός ITr 3:1; cp. IMg 6:1ab (in both instances here, τύπον is Zahn’s conjecture, favored by Lghtf., for τόπον, which is unanimously read by Gk. and Lat. mss., and which can be retained, with Funk, Hilgenfeld, Krüger, Bihlmeyer).
an object formed to resemble some entity, image, statue of any kind of material (Hdt. 3, 88,3 τύπ. λίθινος. Of images of the gods Herodian 5, 5, 6; Jos., Ant. 1, 311 τ. τύπους τῶν θεῶν; 15, 329; SibOr 3, 14) Ac 7:43 (Am 5:26).
a kind, class, or thing that suggests a model or pattern, form, figure, pattern (Aeschyl. et al.; Pla., Rep. 387c; 397c) ἐποίησεν ἡμᾶς ἄλλον τύπον he has made us people of a different stamp B 6:11. τύπος διδαχῆς pattern of teaching Ro 6:17 (cp. διδαχή 2; Iambl., Vi. Pyth. 23, 105 τὸν τύπον τῆς διδασκαλίας.—The use of τύπος for the imperial ‘rescripts’ [e.g. OGI 521, 5; s. note 4, esp. the reff. for θεῖος τύπος] appears too late to merit serious consideration.—JKürzinger, Biblica 39, ’58, 156–76; ELee, NTS 8, ’61/62, 166–73 [‘mold’]). Of the form (of expression) (Dionys. Hal., Ad Pomp. 4, 2 Rad.; PLips 121, 28 [II A.D.]; POxy 1460, 12) γράψας ἐπιστολὴν ἔχουσαν τὸν τύπον τοῦτον (cp. EpArist 34 ἐπιστολὴ τὸν τύπον ἔχουσα τοῦτον) somewhat as follows, after this manner, to this effect (so numerous versions) Ac 23:25, but s. next.—On τοὺς τύπους τῶν λίθων ἀναπληροῦν Hs 9, 10, 1 s. ἀναπληρόω 3 and 1 above.
the content of a document, text, content (Iambl., Vi. Pyth. 35, 259 τύπος τ. γεγραμμένων; 3 Macc 3:30; PFlor 278 II, 20 [III A.D.] τῷ αὐτῷ τύπῳ κ. χρόνῳ=of the same content and date) Ac 23:25 (EpArist 34 ἐπιστολὴ τὸν τύπον ἔχουσα τοῦτον). Cp. POxy 3366, 28 (of a copy of a letter), 32 (the original). S. New Docs 1, 77f (with caution against confusing rhetorical practice in composition of speeches and the inclusion of letters whose value lay in their verbatim expression). For a difft. view s. 4 above; more ambivalently Hemer, Acts 347f.
an archetype serving as a model, type, pattern, model (Pla., Rep. 379a περὶ θεολογίας)
technically design, pattern (Diod S 14, 41, 4) Ac 7:44; Hb 8:5 (cp. on both Ex 25:40).
in the moral life example, pattern (OGI 383, 212 [I B.C.] τ. εὐσεβείας; SibOr 1, 380; Did., Gen. 125, 27; in a pejorative sense 4 Macc 6:19 ἀσεβείας τύπ.) τύπος γίνου τῶν πιστῶν 1 Ti 4:12.—Phil 3:17; 1 Th 1:7; 2 Th 3:9; Tit 2:7; 1 Pt 5:3; IMg 6:2.—S. ESelwyn, 1 Pt ’46, 298f.
of the types given by God as an indication of the future, in the form of persons or things (cp. Philo, Op. M. 157; Iren. 1, 6, 4 [Harv. I 74, 3]); of Adam: τύπος τοῦ μέλλοντος (Ἀδάμ) a type of the Adam to come (i.e. of Christ) Ro 5:14. Cp. 1 Cor 10:6, 11 v.l.; B 7:3, 7, 10f; 8:1; 12:2, 5f, 10; 13:5. χριστὸς Ἰησοῦς … ἑαυτὸν τύπον ἔδειξε Jesus Christ showed himself as the prime exemplar of the resurrection AcPlCor 2:6 (cp. Just., D. 40, 1 τύπος ἦν τοῦ χριστοῦ). Also of the pictorial symbols that Hermas sees, and their deeper meaning Hv 3, 11, 4. The vision serves εἰς τύπον τῆς θλίψεως τῆς ἐπερχομένης as a symbol or foreshadowing of the tribulation to come 4, 1, 1; cp. 4, 2, 5; 4, 3, 6. The two trees are to be εἰς τύπον τοῖς δούλοις τοῦ θεοῦ Hs 2:2a; cp. b.—ἐν τύπῳ χωρίου Ῥωμαίων IRo ins is a conjecture by Zahn for ἐν τόπῳ χ. Ῥ., which is read by all mss. and makes good sense.—AvBlumenthal, Τύπος u. παράδειγμα: Her 63, 1928, 391–414; LGoppelt, Typos. D. typolog. Deutung des AT im Neuen ’39; RBultmann, TLZ 75, ’50, cols. 205–12; AFridrichsen et al., The Root of the Vine (typology) ’53; GLampe and KWoollcombe, Essays in Typology, ’57; KOstmeyer, NTS 46, ’00, 112–31.—New Docs 1, 77f; 4, 41. DELG s.v. τύπτω B. M-M. EDNT. TW. Spicq. Sv.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τύπος — blow masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύπος — Στα μαθηματικά είναι η συμβολική γραφή που εκφράζει κάποια σχέση ισότητας ή ανισότητας, ή είναι η έκφραση ενός μεγέθους σε συνάρτηση άλλων μεγεθών κλπ. Με τη γενική αυτή έννοια, ο τ. παριστάνει με διάφορα σύμβολα μια μαθηματική πρόταση.… …   Dictionary of Greek

  • τύπος — ο 1. χτύπος, χτύπημα, πληγή. 2. ίχνος, αχνάρι, αποτύπωμα, στάμπα. 3. μήτρα, φόρμα, καλούπι. 4. μτφ., πρότυπο, υπόδειγμα: Είναι τύπος και υπογραμμός τιμιότητας. 5. σχέδιο, κανόνας, υποδειγματική μορφή. 6. η εξωτερική μορφή, τα επουσιώδη στοιχεία:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελλάδα - Τύπος — ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Πριν και κατά τη διάρκεια της Eπανάστασης του 1821 Η γέννηση του ελληνικού Τύπου συντελέστηκε ουσιαστικά στα τέλη του 18ου αιώνα στις περιοχές της ελληνικής διασποράς. Η οικονομική ευρωστία της… …   Dictionary of Greek

  • περιοδικός τύπος — Η έκφραση υποδηλώνει το σύνολο εκείνο των εντύπων (επιθεωρήσεις, δελτία, ακαδημαϊκά δημοσιεύματα, εβδομαδιαία λαϊκά περιοδικά ποικίλων θεμάτων, εξειδικευμένες εκδόσεις, κόμικς, κ.λπ.) που, αν και έχουν μια κανονική περιοδικότητα, αφήνουν να… …   Dictionary of Greek

  • Πόλις καὶ τύπος. — πόλις καὶ τύπος. См. Что город, то норов, что деревня, то обычай …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • εμπειρικός τύπος — Χημικός τύπος μιας ένωσης που δείχνει το είδος των ατόμων που την αποτελούν και τη μεταξύ τους αριθμητική σχέση, αλλά όχι και τον ακριβή αριθμό των ατόμων της ένωσης. Είναι δυνατόν περισσότερες από μία χημικές ενώσεις να έχουν τον ίδιο ε.τ., όπως …   Dictionary of Greek

  • Αθηναϊκός Τύπος — Καθημερινή πρωινή και απογευματινή εφημερίδα που κυκλοφόρησε από τις 21 έως τις 27 Μαρτίου 1925. Την εφημερίδα εξέδωσαν από κοινού οι συνασπισμένοι εναντίον της απεργίας των τυπογράφων, ιδιοκτήτες των αθηναϊκών εφημερίδων …   Dictionary of Greek

  • Ανεξάρτητος Τύπος — Απογευματινή εφημερίδα, που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Ι.Α. Πουρνάρα και τον Κ.Μ. Κύρκο και κυκλοφορούσε από τον Μάρτιο του 1958 έως τον Απρίλιο του 1962 …   Dictionary of Greek

  • Ελεύθερος Τύπος — Τίτλος διαφόρων εφημερίδων. 1. Καθημερινή αθηναϊκή εφημερίδα, με εκδότη τον Α. Καβαφάκη. Η κυκλοφορία της υπήρξε βραχύβια (1916 17). 2. Ημερήσια εφημερίδα της Σμύρνης στη Μικρά Ασία, που ιδρύθηκε το 1918. Ο τίτλος της αναγραφόταν και στα τουρκικά …   Dictionary of Greek

  • κίτρινος Τύπος — Γενική ονομασία των λαϊκών σκανδαλοθηρικών εφημερίδων. Ο όρος οφείλεται κατά την επικρατέστερη εκδοχή στο κίτρινο χαρτί που χρησιμοποιούσε η εφημερίδα του είδους Sunday World του Τζ. Πούλιτζερ (1847 1911) και κατ’ άλλη στα σχεδιασμένα με κίτρινο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”